προπωλητής

προπωλητής
προπωλ-ητής, οῦ, , = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπωλητής — ο, θηλ. ήτρια, ΝΑ [προλωλῶ] νεοελλ. άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση αρχ. μεσίτης, προπώλης* …   Dictionary of Greek

  • προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”